ισθμιαστής

ισθμιαστής
ἰσθμιαστής, -οῡ, ὁ (Α) [ισθμιάζω]
1. θεατής τών Ισθμιακών αγώνων
2. στον πληθ. Ἰσθμιασταί
τίτλος δράματος τού Αισχύλου που δεν διασώθηκε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”